- εκβιαστής
- οθηλ. -άστρια1. αυτός που εκβιάζει, που με εκβιαστικά μέσα επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι.2. αυτός που χρηματίζεται με εκβιασμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐκβιαστής — exactor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβιαστής — ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α ἐκβιαστής) νεοελλ. 1. αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι με εκβιασμό 2. αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό … Dictionary of Greek
ἐκβιασταί — ἐκβιαστής exactor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβιαστάς — ἐκβιαστά̱ς , ἐκβιαστής exactor masc acc pl ἐκβιαστά̱ς , ἐκβιαστής exactor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek
τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… … Dictionary of Greek
τελώνης — ο 1. οενοικιαστής των δημόσιων φόρων στην αρχαιότητα: Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου. 2. άνθρωπος εκβιαστής, άδικος, άρπαγας. 3. ο προϊστάμενος του τελωνείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)